μεταπτωτικός

μεταπτωτικός
-ή, -ό (ΑΜ μεταπτωτικός, -ή, -όν) [μεταπτωτός]
νεοελλ.
ο σχετικός με τη μετάπτωση («μεταπτωτικά φαινόμενα»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταπτωτικόν
η μεταβλητότητα, η αστάθεια
αρχ.
1. αυτός που ρέπει προς τη μετάπτωση, ευμετάβλητος, άστατος, ασταθής
2. (για συλλαβές) ο κοινός ως προς την ποσότητα.
επίρρ...
μεταπτωτικώς και -ά
με μεταπτωτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταπτωτικά — μεταπτωτικός liable to change neut nom/voc/acc pl μεταπτωτικά̱ , μεταπτωτικός liable to change fem nom/voc/acc dual μεταπτωτικά̱ , μεταπτωτικός liable to change fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπτωτικόν — μεταπτωτικός liable to change masc acc sg μεταπτωτικός liable to change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπτωτικοί — μεταπτωτικός liable to change masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπτωτική — μεταπτωτικός liable to change fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπτωτικήν — μεταπτωτικός liable to change fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”